- μεταξοσκωληκοτροφία
- η шелководство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταξοσκωληκοτροφία — η η εκτροφή μεταξοσκωλήκων για την παραγωγή μεταξιού, η σηροτροφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο] … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek